Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βιοτεχνικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιοτεχνικός -ή -ό [viotexnikós] Ε1 : 1. που ανήκει, που αναφέρεται στη βιοτεχνία ή στο βιοτέχνη, που έχει σχέση με αυτά: ~ εξοπλισμός. Bιοτεχνική παραγωγή. Bιοτεχνική μονάδα, βιοτεχνία2. Bιοτεχνικό δάνειο / επιμελητήριο / κέρδος. 2. που παράγεται από τη βιοτεχνία: Bιοτεχνικά είδη / προϊόντα.

[λόγ. βιοτεχν(ία) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go