Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιονικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιονικός -ή -ό [vionikós] Ε1 : που αναφέρεται στη βιονική επιστήμη, που σχετίζεται με αυτήν. || Bιονική γυναίκα, με υπερφυσικές ικανότητες, που οφείλονται στη βιονική.

[λόγ. < αγγλ. bion(ic) (δες στο βιονική) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες