Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βενιζελικός -ή / -ιά -ό [venizelikós] Ε1, Ε2 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο Bενιζέλο ή στο κόμμα του: Bενιζελικό κόμμα. Bενιζελικοί νόμοι. Bενιζελική παράταξη. ANT αντιβενιζελική. || (ως ουσ.) ο βενιζελικός, θηλ. βενιζελικιά, οπαδός του Bενιζέλου ή του βενιζελικού κόμματος. ANT αντιβενιζελικός: H διαμάχη μεταξύ των βενιζελικών και των βασιλικών υπήρξε έντονη.
[λόγ. Βενιζέλ(ος) (όν. νεότ. πολιτικού) -ικός]



