Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βενετσιάνικος -η -ο [venetsxánikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε Bενετό ή στη Bενετία· βενετικός: Bενετσιάνικη διάλεκτος. Bενετσιάνικοι καθρέφτες. Bενετσιάνικες γαλέρες. Aνεβήκαμε ως το βενετσιάνικο φρούριο.
[εθν. Bενετσιά ν(ος) -ικος < ιταλ. Veneziano -ς `κάτοικος της Βενετίας΄]



