Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαφείο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαφείο το [vafío] Ο39 : εργαστήριο βαφής: ~ αυτοκινήτων / ρούχων. Bαφεία-καθαριστήρια.

[λόγ. < ελνστ. βαφεῖον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες