Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βατράχι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βατράχι το [vatráxi] Ο44 : μικρό τετράποδο αμφίβιο χωρίς ουρά, που ζει στις λίμνες, στους ποταμούς και στους βάλτους, έχει λείο πρασινωπό δέρμα, γουρλωτά μάτια και μετακινείται με μεγάλα πηδήματα· βάτραχος: Ο βάλτος είναι γεμάτος βατράχια. ΦΡ καταπίνω βατράχια, για δύσκολες περιστάσεις. βρέχει / ρίχνει βατράχια, για καταρρακτώδη βροχή. βατραχάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό βατράχι. 2. παιδικό παιχνίδι.

[αρχ. βατράχιον υποκορ. του βάτραχος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go