Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βασιλόφρων -ων -ον
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βασιλόφρων -ων -ον [vasilófron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που υποστηρίζει το θεσμό, το πολίτευμα της βασιλείας· βασιλικός: Aνήκει στη βασιλόφρονα πτέρυγα του κόμματος. || (ως ουσ.) ο βασιλόφρων: Οι βασιλόφρονες αντιπροσωπεύουν μια μικρή μερίδα του πληθυσμού. Ένωση / κινητοποίηση βασιλοφρόνων.

[λόγ. βασιλο- 1 + -φρων]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go