Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βασανισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βασανισμός ο [vasanizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βασανίζω: Ο κρατούμενος έφερε έντονα ίχνη βασανισμού. H ομολογία του κατηγορουμένου ήταν αποτέλεσμα βασανισμού.

[λόγ. < ελνστ. βασανισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go