Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαρύμαγκας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρύμαγκας ο [varímaŋgas] Ο5 : (οικ.) ο σκληρός, ο ζόρικος άντρας: Mη μας κάνεις το βαρύμαγκα! || (ειρ.) αυτός που κάνει το σκληρό, το ζόρικο.

[βαρυ- + μάγκας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go