Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαρύμαγκας ο [varímaŋgas] Ο5 : (οικ.) ο σκληρός, ο ζόρικος άντρας: Mη μας κάνεις το βαρύμαγκα! || (ειρ.) αυτός που κάνει το σκληρό, το ζόρικο.
[βαρυ- + μάγκας]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[βαρυ- + μάγκας]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |