Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαρόμετρο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρόμετρο το [varómetro] Ο42 : 1. όργανο με το οποίο μετριέται η ατμοσφαιρική πίεση: Yδραργυρικό / μεταλλικό ~. 2. (μτφ.) για μετρήσεις, εκτιμήσεις κάποιων μεγεθών: Tο πολιτικό ~ δείχνει αύξηση της δύναμης των σοσιαλιστών στην Ευρώπη.

[λόγ. < γαλλ. baromètre < baro- = βαρο- + -mètre = -μετρον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go