Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαρυσήμαντος -η -ο [varisímandos] Ε5 : που έχει μεγάλη βαρύτητα, σπουδαιότητα, σημασία· πολύ σημαντικός: Bαρυσήμαντο γεγονός. Bαρυσήμαντες δηλώσεις του πρωθυπουργού. Εκφωνήθηκε ένας ~ λόγος.
[λόγ. βαρυ- + σημαν- (σημαίνω) -τος κατά το μονοσήμαντος]



