Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαρυσήμαντος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρυσήμαντος -η -ο [varisímandos] Ε5 : που έχει μεγάλη βαρύτητα, σπουδαιότητα, σημασία· πολύ σημαντικός: Bαρυσήμαντο γεγονός. Bαρυσήμαντες δηλώσεις του πρωθυπουργού. Εκφωνήθηκε ένας ~ λόγος.

[λόγ. βαρυ- + σημαν- (σημαίνω) -τος κατά το μονοσήμαντος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go