Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαρυποινίτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρυποινίτης ο [varipinítis] Ο10 θηλ. βαρυποινίτισσα [varipinítisa] Ο27 : που έχει καταδικαστεί, που εκτίει βαριά ποινή· ισοβίτης, θανατοποινίτης: Aπέδρασαν τρεις βαρυποινίτες.

[λόγ. βαρυ- + ποιν(ή) -ίτης· βαρυποινίτ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go