Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαρελοποιός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρελοποιός ο [varelopiós] Ο17 : αυτός που κατασκευάζει βαρέλια.

[λόγ. βαρέλ(ι) -ο- + -ποιός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες