Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαρβαρικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
βαρβαρικός, επίθ.
  • Που ανήκει ή ταιριάζει σε βάρβαρο:
    • (Ζήν. Β´ 393), (Βίος Αλ. 3850).

[αρχ. επίθ. βαρβαρικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρβαρικός -ή -ό [varvarikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται σε βαρβάρους: Bαρβαρικά φύλα. Bαρβαρικές επιδρομές.

[λόγ. < αρχ. βαρβαρικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go