Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαποριά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαποριά η [vaporjá] Ο24 : (οικ.) το περιεχόμενο, το φορτίο ενός βαποριού: Tο πλοίο ξεφόρτωσε στο λιμάνι μια ~ κάρβουνο.

[βαπόρ(ι) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go