Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαλέντε
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
βαλέντε, επίθ. άκλ.
  • Ικανός, πεπειραμένος:
    • ανθρώπους … βαλέντε του πολέμου (Μαχ. 5546).

[<ιταλ. valente. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Kahane, GR II 120)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go