Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βακχικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βακχικός -ή -ό [vakxikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο Bάκχο: Bακχική γιορτή / μανία.

[λόγ. < αρχ. βακχικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go