Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαθύφωνος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαθύφωνος -η -ο [vaθífonos] Ε5 : α. που έχει βαθιά φωνή. β. (μουσ. συνήθ. ως ουσ.) ο βαθύφωνος, που έχει τη βαθύτερη και μεγαλύτερη σε έκταση ανθρώπινη φωνή· μπάσος. ANT οξύφωνος, τενόρος.

[λόγ.: α: ελνστ. βαθύφωνος `με υπόκωφη φωνή΄· β: σημδ. ιταλ. basso]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go