Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαθμολογικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαθμολογικός -ή -ό [vaθmolojikós] Ε1 : που έχει σχέση με το βαθμό ή με τη βαθμολογία, που αναφέρεται σ΄ αυτά: Bαθμολογική κατάταξη / άνοδος / εξέλιξη / κλίμακα. Bαθμολογικοί πίνακες. Bαθμολογικά κριτήρια. βαθμολογικά ΕΠIΡΡ: Ο υποστράτηγος είναι ~ κατώτερος από τον αντιστράτηγο.

[λόγ. βαθμολογ(ία) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go