Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βένετος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
βένετος, επίθ.
  • Γαλάζιος, γαλαζοπράσινος:
    • ήτον η χαίτη του πλεκτή μετά βενέτων λίθων (Διγ. Z 1519
    • βένετον λεκανόπουλον (Λίβ. Esc. 2462).

[μτγν. επίθ. βένετος (DGE). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go