Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αόρατα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αόρατα, επίρρ.
  • Ξαφνικά, απροσδόκητα:
    • ο δρέπανος του θανάτου εξάφνισέ με αόρατα (Διήγ. Aλ. V 85).

[<επίθ. αόρατος. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αόρατα [aórata] adv (L)
  • invisibly (syn αθέατα):
    • οι γειτόνισσες την είχανε ξεγράψει .. Mια ζώνη ντροπής ήταν αόρατα χαραγμένη ολόγυρα στο σπιτόπουλο (Panagiotop) |
    • συχνά γλύτωσε από κινδύνους, γιατί ήταν γύρω του κι ~ τον προστάτευε η αγάπη των γυναικών που τυραννούσε (Thrylos) |
    • η γυναίκα αισθάνθηκε κοντά στη νεκρή, σα να περνούσαν έξαφνα τούτοι οι εφιάλτες, ~ τώρα, στους δικούς της ώμους (Plaskovitis) |
    • όλο το μικρό σώμα του Γιαπωνέζου, το νευρικά κι ~ κραδαινόμενο, σαν ελατήριο έτοιμο να τιναχτεί (Kazantz) |
    • ένα από τα νήματα που τον έδεναν ακόμα με το ίδιο του το παρελθόν - νήμα, που από καιρό ~ φθειρόταν κι αδυνάτιζε - κοβόταν τώρα οριστικά (Roufos) |
    • η πραγματικότητα ανασυντίθεται μέσα στο πνεύμα, που την οδηγεί ~ στο σκοπό του (Spandonidis)

[der of αόρατος; cf kath αοράτως ← K, PatrG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες