Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αϊτόπουλο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αϊτόπουλο [ajtópulo] το, (& αετόπουλο)
  • ① orn young eagle, eaglet (syn αετιδέας L, αϊτοπούλι):
    • folkt το φίδι έτρωγε τ' αϊτόπουλα |
    • έφευγε τη μητρική αγκαλιά σαν το ~ που δέρνει τα φτερούγια του μες στην αϊτοφωλιά (Vlachogiannis) |
    • poem και σήμερον ~ πετάς γοργά γοργά (Valaor) |
    • αετόπουλο, και τ' άπλερα φτερά σου |
    • τόσο κρυφά τα ξάνοιγες εσύ (Malakasis) |
    • ―ματάκι ποιος σε θόλωσε;― παιχνίδισε ένα ~ |
    • μέσα στ' αυλάκι του ήλιου (Vrettakos)
  • ② ichth the eagle ray Myliobatis aquila (syn αετός 3a, σκυλόψαρο)

[fr MG αετόπουλον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go