Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αϊλάινερ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αϊλάινερ το [ailáiner] Ο (άκλ.) : είδος καλλυντικού για τα μάτια.

[λόγ. < αγγλ. eyeliner]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες