Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αψυχολόγητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αψυχολόγητα [apsixolόyita] adv (L)
  • without regard for or knowledge of psychology, without psychological insight (ant ψυχολογημένα):
    • ξανάγινε επιθετικός· άγαρμπα κι ~επιθετικός, μην καταλαβαίνοντας πως είχε χάσει το παιγνίδι (Karagatsis) |
    • ξαφνικά ξεσπά το δράμα προς το τέλος του μυθιστορήματος, όμως όχι ~ (Sachinis) [der of αψυχολόγητος; cf kath (neol |
    • Koumanoudis

[1895]) αψυχολογήτως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες