Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αψηλός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αψηλός -ή -ό [apsilós] Ε1 : (λογοτ.) ψηλός.

[< ψηλός με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-psi > enapsi > en-apsi] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go