Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αψηλός -ή -ό [apsilós] Ε1 : (λογοτ.) ψηλός.
[< ψηλός με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-psi > enapsi > en-apsi] ]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[< ψηλός με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-psi > enapsi > en-apsi] ]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |