Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχώριστα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αχώριστα, επίρρ.
  • (Θρησκ., προκ. για την Αγία Τριάδα) αδιάσπαστα, αδιαίρετα:
    • φύσεις … αχώριστα ηνωμένες (Xριστ. διδασκ. 75).

[<επίθ. αχώριστος. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχώριστα [axόrista] adv
  • inseparably, indissolubly, tightly, firmly (syn in άρρηκτα):
    • η βιογραφία αυτή θα ήταν η ζωή μου, ~ |
    • να μελετήσω τη γλυπτική ~ από την αρχιτεκτονική (Theodorakop) |
    • η ιστορία συμβαδίζει ~ με την ζήτηση την φιλολογική επάνω στα κείμενα (Dimaras) |
    • [ήταν] ~ δεμένος μαζί μου από τα παιδικά μας ακόμα χρόνια (Evelpidis) |
    • poem .. δεν ορκίστηκες να 'σαι ~ |
    • ανακατεύω ~ τη νύχτα με τη μέρα, | το ψέμα με το αληθινό κλ (Athanas)

[fr postmed (Somavera) αχώριστα, der of αχώριστος; cf ξεχωριστά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες