Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αχόρταγα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αχόρταγα, επίρρ.
  • Άπληστα, ακόρεστα:
    • να σκύπτει εις νερόν και αχόρταγα να πίνει (Λίβ. Esc. 2489).

[<επίθ. αχόρταγος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχόρταγα s. αχόρταστα.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go