Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αχρωματοψία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχρωματοψία η [axromatopsía] Ο25 : ανωμαλία της όρασης, κατά την οποία ο ασθενής αδυνατεί να διακρίνει τα χρώματα· (πρβ. δαλτονισμός, δυσχρωματοψία): Ολική ή γενική / μερική ~.

[λόγ. < γαλλ. achromatopsie < a- = α- 1 + αρχ. χρωματ- (χρῶμα) + ὄψ(ις) -ie = -ία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχρωματοψία [axromatopsía] η, (L) med
  • achromatopsia, color-blindness, daltonism (syn δαλτονισμός):
    • μερική, ολική ~ |
    • ούτε εκείνος που έχει ~ υποψιάζεται τα χρώματα που δεν βλέπει (Papanoutsos) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1883]) αχρωματοψία, cpd w. χρωματοψία; cf αυτοψία, βιοψία, νεκροψία etc; cf χρωμάτοψις (Koumanoudis: 1886)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go