Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχρωμάτιστος -η -ο [axromátistos] Ε5 : 1.που δεν κάλυψαν την επιφάνειά του με χρώμα· άβαφος. 2. (μτφ.) α. χωρίς ιδιαίτερη έμφαση στον τόνο της φωνής, χωρίς ύφος: Aχρωμάτιστο διάβασμα. β. που δεν είναι πολιτικά χρωματισμένος: Στις δημοτικές εκλογές οι κομματικοί υποψήφιοι νικήθηκαν από τους αχρωμάτιστους.
αχρωμάτιστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀχρωμάτιστος (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχρωμάτιστος, -η, -ο [axromátistos]
- ① to which no color has been added, uncolored, unpainted (syn άβαφος a, ant χρωματισμένος):
- κατασκεύαζαν στο τέλος της δεύτερης χιλιετηρίδας γυαλιά διάφανα κι αχρωμάτιστα (Evelpidis) |
- τα βιβλία του Π. .. στοιβάζονταν γύρω σε ράφια σανιδένια αχρωμάτιστα (Terzakis) |
- θλίβεσαι να το βλέπεις [το ανάκτορο] παραμελημένο, αχρωμάτιστο εδώ και σαράντα τουλάχιστον χρόνια (Floros)
- ⓐ lacking color, colorless (syn in άχροος 1, ant έγχρωμος, χρωματιστός):
- αχρωμάτιστα ρόδα |
- δημιουργούμε την αχρωμάτιστη λάμψη, που έχει το ηλιακό φως (Evelpidis) |
- είναι χλωμός, τα χείλια του αχρωμάτιστα ή καμιά φορά μελανά (Saratsis)
- ② fig lacking contrast, feeling, or excitement, colorless, drab (syn in άχροος 2):
- αχρωμάτιστη φράση, φωνή |
- αχρωμάτιστα λόγια |
- αχρωμάτιστη ποιητική γλώσσα |
- τα ίδια τα λόγια .. τα μεταχειρίζεται ο πεζογράφος, για να μας δώσει γυμνή και αχρωμάτιστη την ιδέα της ζωής (Palam) |
- ο αγοραστής .. ρωτάει την τιμή με τον αχρωμάτιστο εκείνο τόνο, που ρωτάμε κάποιον πώς πάει η υγεία του (Ouranis) |
- άφησαν τη ζωή τους να γίνει φτωχή, αχρωμάτιστη, ταπεινή (Glinos) |
- αχρωμάτιστη πια και χωρίς το φλογερό και οδυνηρό πάθος προβάλλει πάντα η αντινομική πλατωνική στάση (Andronikos)
- ③ not identifying or aligned w. any (political) group or party, not colored, not tinged (near-syn ακομμάτιστος 1, ant βαμμένος, χρωματισμένος):
- είχα μείνει μακριά από το διχασμό και ήμουν πολιτικά ~
- ④ mus lacking chromatic elements or modulation, achromatic (ant χρωματικός):
- ορίζει για το χορό ένα αχρωμάτιστο .. μονοφωνικό μέλος (Thrylos)
[fr kath αχρωμάτιστος ← AG, cpd w. χρωματιστός (Koumanoudis: 1889, 1895 etc) (: χρωματίζω)]
- ① to which no color has been added, uncolored, unpainted (syn άβαφος a, ant χρωματισμένος):



