Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αχρονολόγητο
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αχρονολόγητο [axronolόyito] το, (L)
  • undated (written) material:
    • είχα την τύχη να μελετήσω .. στα ακατάταχτα και αχρονολόγητα του αρχείου Ψαλίδα ένα αδημοσίευτο κείμενο του Ψαλίδα (Frangos)

[substantiv. n of αχρονολόγητος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχρονολόγητος -η -ο [axronolójitos] Ε5 : που δεν τον χρονολόγησαν ή που δεν μπορούν να τον χρονολογήσουν, που δεν είναι χρονολογημένος: Aχρονολόγητο ιστορικό μνημείο. Aχρονολόγητα ανασκαφικά ευρήματα. || Aχρονολόγητο έγγραφο, που δεν έχει σημειωμένη επάνω χρονολογία. αχρονολόγητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 χρονολογη- (χρονολογώ) -τος μτφρδ. γερμ. undatiert ή γαλλ. non daté]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχρονολόγητος, -η, -ο [axronolόyitos] (L)
  • undated, dateless (ant χρονολογημένος):
    • ~ |
    • αχρονολόγητη επιστολή |
    • αχρονολόγητο βιβλίο, χειρόγραφο |
    • αυτός ο διασκελισμός .. θα σκοντάφτει πάντα σε τραγούδια αχρονολόγητα (Chourmouzios) |
    • βρήκε γραμμένο με το χέρι του ποιητή .. άτιτλο, ανυπόγραφο κι αχρονολόγητο αυτό το ποίημα (Tsirkas) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1836 etc]) αχρονολόγητος, cpd w. *χρονολογητός (: χρονολογώ Koumanoudis: 1856)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go