Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχρηστεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχρηστεύω [axristévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : 1α.καταστρέφω το μηχανισμό λειτουργίας ενός πράγματος, καθιστώντας το άχρηστο, ακατάλληλο για χρήση: Aχρήστεψαν τα κανόνια αφαιρώντας τα κλείστρα. Aυτοσχέδια βόμβα αχρηστεύτηκε από την αστυνομία πριν εκραγεί. β. (κυρίως παθ.) για όργανο ή για μέλος του σώματος που έχει υποστεί βλάβη: Aχρηστεύτηκαν τα μάτια μου. Tα πόδια του είναι αχρηστευμένα από τους ρευματισμούς, δεν μπορεί να τα χρησιμοποιήσει. || Έχει αχρηστευτεί για όλη του τη ζωή. Aχρηστεύτηκε για δουλειά, δεν μπορεί να δουλέψει. 2. θέτω κπ. στο περιθώριο μη αναθέτοντάς του έργο ανάλογο με τις ικανότητες ή τις δυνατότητές του: Έχει αχρηστευθεί σ΄ αυτή τη θέση.

[ελνστ. ἀχρηστεύω `δεν είμαι σε χρήση΄ κατά τη σημ. της λ. άχρηστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχρηστεύω [axristévo] ipf αχρήστευα, aor αχρήστευσα (subj αχρηστεύσω; αχρήστεψα, subj αχρηστέψω), pf & plupf έχω-είχα αχρηστεύσει (& αχρηστέψει), mediop αχρηστεύομαι, ipf αχρηστευόμουν, aor αχρηστεύθηκα (& αχρηστεύτηκα; subj αχρηστευθώ & αχρηστευτώ), (L)
  • ① impair the usefulness of, make unusable or unserviceable:
    • ο κουβάς γλίστρησε .. και κρεμάστηκε στο δεξί του μπράτσο· στην θέση αυτή αχρήστευε ολότελα το χέρι του (Vasilikos)
  • ⓐ prevent the use of, put out of order, damage (syn χαλώ):
    • αχρήστεψα το περίστροφο, το τουφέκι μου |
    • οργάνωνε σαμποτάζ, για ν' αχρηστεύει ατμομηχανές (ChZalokostas) |
    • [ο ροφός] σφίγγει τόσο δυνατά τα κοφτερά σπάραχνά του, που σου αχρηστεύει το χέρι δια παντός (Potamianos) |
    • δυο άρματα χτυπήθηκαν, .. δύο άλλα αχρηστεύθηκαν στη διασταύρωση (Terzakis)
  • ⓑ put out of action, make unable to fight, disable:
    • είχε αρχίσει να εμπλέκεται στην περιπέτεια της πολιτικής, που θα τον αχρήστευε σύντομα για πολύν καιρό (Christidis) |
    • αχρηστεύονται από τα κρυοπαγήματα εξήντα ως ογδόντα άντρες (Terzakis) |
    • ο κίτρινος αχρηστευόταν με το όπιο, ο μαύρος με τη μεθοδική καταπίεση (Panagiotop) |
    • έπρεπε να τον είχαν στιγματίσει ή να τον είχαν απελάσει .. ή να τον είχαν .. αχρηστεύσει (Kanellop)
  • ② put out of use or circulation, make unusable:
    • ο φιλάργυρος κρύβει [τον θησαυρό] στο χώμα και τον αχρηστεύει τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους άλλους (Ploritis)
  • ⓒ discontinue the use of, stop using (ant χρησιμοποιώ):
    • όταν μου χάρισαν ένα στυλογράφο, .. αχρήστευσα την πένα της T., αλλά τη διατηρώ ακόμα σαν κειμήλιο (Xenop) |
    • κάθε νέος πανεπιστημιακός καθηγητής αχρηστεύει συνήθως .. τα συγγράμματα του προκατόχου του (Christidis AK) |
    • ο μικρός ναός αχρηστεύθηκε και στη θέση του κατασκευάστηκε ένας μεγαλύτερος ναός (Dakaris)
  • ③ make useless, unnecessary, or redundant:
    • η αναφορά .. είναι τόσο καθαρή και εντυπωσιακή στους αριθμούς, που αχρηστεύει κάθε σχόλιο (Angelou) |
    • η άγνοια των εργασιών τους αυτών φθάνει κάποτε να αχρηστεύει τις πιο επίμονες δικές μας ενέργειες (Dimaras) |
    • [το ευαγγέλιο], το τρομερό βιβλίο που αχρήστεψε όλα τα βιβλία της γης (Athanasiadis-N) |
    • ορισμένα όργανα εξακολουθούν να υπάρχουν στο σώμα μας, μολονότι η μεταβολή των εξωτερικών όρων της ζωής τα έχει αχρηστέψει (Papanoutsos, adapted)
  • ⓓ make ineffectual, fruitless or unavailing:
    • έχουν χίλιους τρόπους και μέσα, .. για να αχρηστεύσουν την προστασία που σου δίνουνε οι δύο τσαρίνες (Roussos) |
    • έκαναν .. πυρομαχικά .. κι αχρήστευσαν τους σιδερένιους θώρακες των ιπποτών και τα πέτρινά τους κάστρα (Evelpidis) |
    • κατόρθωσε .. ν' αχρηστεύσει τις επανειλημμένες στάσεις των τοπαρχών (MChatzidakis) |
    • η επιτροπή αισθάνεται ότι περιττά αγγαρεύθηκε, ότι εξουδετερώνεται, ότι αχρηστεύεται (Thrylos)
  • ⓔ make worthless, degrade, weaken, diminish (ant αξιοποιώ 1):
    • να πληροφορηθούμε ποιες είναι οι αστοχίες, που αχρηστεύουν το αποτέλεσμα (Papanoutsos) |
    • ο εγωισμός του αχρηστεύει το ταλέντο του (Athanasiadis-N) |
    • ένα εκπαιδευτικό σύστημα, που αχρήστευε τη λειτουργία του νου του (PLoritis) |
    • διαμορφώθηκαν καινούργιες συνθήκες, που αχρήστευσαν όσες σεβαστές και προαιώνιες αξίες αποτελούσαν τα όσια των .. προπατέρων μας (Evelpidis)
  • ④ take up or consume needlessly, waste, squander (syn ξοδεύω, χαραμίζω):
    • το ραδιόφωνο, ο κινηματογράφος, η τηλεόραση αχρηστεύουν πολύτιμο χώρο και χρόνο (Panagiotop)
  • ⑤ mi αχρηστεύομαι become useless or ineffectual:
    • καμιά δύναμη δεν αχρηστεύεται από τη δική της θέληση (Panagiotop) |
    • κάποια μέρα ο άνθρωπος θα φτάσει σε ύψη αστρονομικά και οι επίλοιπες αισθήσεις θ' αχρηστευτούνε λίγο λίγο (KPolitis)
  • ⓕ lose one's value, go to waste (syn χαραμίζομαι):
    • οι ακατάρτιστοι επιστήμονες και τεχνικοί αχρηστεύονται με την απραξία (Papanoutsos) |
    • το τάλαντον ούτε μπορεί ούτε επιτρέπεται να θάβεται και ν' αχρηστεύεται (id.) |
    • τα μεγάλα γόνιμα πάθη αχρηστεύονται, πριν καρποφορήσουν (Panagiotop) |
    • ο κοινοβουλευτισμός στην εποχή μας αχρηστεύεται δίχως πολλές τύψεις (Theotokas)

[fr kath αχρηστεύω ← K 'not to be in use' (schol. Dion. Thrax, p. 195, ed. Hilgard), der of ἄχρηστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες