Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχρειόλογο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αχρειόλογο [axriόloγo] το,
  • obscene word or expression, used mostly in pl (syn αισχρολόγημα, ασχημόλογο, βρωμόλογο):
    • έμαθε το παιδί και λέει αχρειόλογα

[cpd of αχρείος & combin form -λογο; cf ασχημόλογο, ερωτόλογο, χαζόλογο etc]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχρειολόγος, -α [axriolόγos]
  • using obscene language, talking bawdily, foul-mouthed, lewd (syn in αχρειόγλωσσος) [fr kath (neol:
    • Koumanoudis

[1889 etc]) αχρειολόγος, cpd of αχρείος w. combin form -λόγος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες