Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχολόγημα [axolόyima] το, (also ηχολόγημα & αχολόημα) = αχολογή
- :
- το ~ των νερών |
- ~ της πολιτείας |
- έφτανεν ως τ' αφτιά τους το γιορτιάτικον ηχολόγημα (Palam) |
- το ~ των κουδουνιών και τα βελάσματα .. δημιουργούν μια ατμόσφαιρα ειδυλλιακή (Varelas) |
- δέχομαι .. το ασύλληπτο επίσης ~, που αφήνουν οι μέλισσες με τ' άλλα πλήθη των εντόμων (Fteris) |
- ένοιωθα .. το βαθύ αχολόημα, που εκυριαρχούσε ανάμεσα σ' όλα (id.) |
- βήματα κούφια ξυπνούσαν τ' αχολογήματα των γερασμένων μαρμάρων (Roussia)
- [der of ηχολόγημα, this der of ηχολογώ; cf kath (neol:
- Koumanoudis
[1871]) ηχολόγημα]



