Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχνάρι [axnári] το, (also χνάρι & naut ιχνάρι)
- ① mark or impression left behind, trace, vestige (syn ίχνος, κατάλοιπο L, σημάδι):
- ~ του σαλιγκαριού |
- αχνάρια της αρχαιότητας, της παράδοσης, του πολέμου |
- η νοτιοανατολική [πλευρά] δεν δείχνει ~ τείχους (Floros) |
- μάταια θα ψάξεις να βρεις στα γραψίματά του αχνάρια ξένης επίδρασης (Melas) |
- φυσιογνωμία ναυτικού ανοιχτόκαρδη, μα και με κάποια χνάρια συλλογής πάνω στο πρόσωπό του (KPolitis) |
- δεν είχε πια στην άκρη των χειλιών το ανεπαίσθητο εκείνο ~ της ειρωνίας (Theotokas) |
- poem .. κρέμεται αχνό χορτάρι | χωρίς δροσούλας ή ευωδιάς ~ (Palam) |
- μιλούν τα χνάρια, οπ' αφήκε στην όψη τους η λύπη (Markoras) |
- .. μαύρα | χνάρια | έμεναν στους μηρούς, στα γόνατα κλ (Ritsos)
- ⓐ usu pl αχνάρια τα, footprint, traces, tracks, spoor (syn ίχνος L, πατημασιά):
- ματωμένα, σβησμένα αχνάρια |
- αχνάρια στο χιόνι, στο χώμα |
- άφησε ~ στο αμπέλι |
- το λαγωνικό ακολουθεί τα αχνάρια του ζώου |
- phr χάθηκαν τ' του his tracks were lost, his whereabouts were (are) unknown |
- σώζεται ακόμα απάνω σ' ένα κόκκινο γρανίτη το ~ από το πόδι της καμήλας του (Kazant) |
- folks. από την πόρτα σου περνώ, τ' ~ σου γνωρίζω, | σκύβω και το γλυκοφιλώ κλ (Passow) |
- poem τα πέδιλά σου, ω Nίκη, τα ματοβαμμένα, | που αφήνουν χνάρια κόκκινα, λύσε και βγάλε (Polemis)
- ⓑ pl αχνάρια τα, fig footsteps, lead, example (near-syn δρόμος):
- επικρίνουν την κυβέρνησή τους επειδή .. ακολουθεί τα χνάρια του χρεοκοπημένου ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού (Papanoutsos) |
- o Δ.K. αναστημένος σε φιλολογική ατμόσφαιρα είχε ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του (Melas) |
- καθώς κανείς απ' αυτούς δεν έχει τη δύναμη του Παλαμά, φαίνονται όλοι .. να περπατούν πάνω στα χνάρια του (Dimaras)
- ② unit of length approximately equal to a man's foot, foot (syn πόδι):
- folks. πηδάει ο χάρος τρεις φορές, πάει σαράνα αχνάρια, | πηδάει κι ο βλαχοτσόπανος, πάει σαρανταπέντε (Theros)
- ⓒ phr χνάρι το χνάρι every foot of the way, all the way, incessantly (near-syn συνέχεια):
- μια γερά οργανωμένη αριστοκρατία .. δυνάστευε και τους βασιλιάδες ακόμα και τους αμφισβητούσε χνάρι το χνάρι την εξουσία (Panagiotop)
- ③ copy made by superimposing a transparent sheet on an original, tracing (syn αντίγραφο 2):
- πώς να κάμεις αχνάρια, πώς να τα τοποθετήσεις απάνω στις εικόνες και να τις αντιγράψεις με προσοχή (Papantoniou)
- ⓓ pattern, mold, model, blueprint, template (syn αθιβόλι 1, καλούπι, πατρόν, πρότυπο, στάμπα, σχέδιο, φόρμα):
- ~ του σακκακιού, του φορέματος |
- πήρε τ' αχνάρια για το παντελόνι |
- έκανε αχνάρια για τη βάρκα |
- όλοι τους είναι κομμένοι στο ίδιο ~, λένε τα ίδια λόγια, σκέφτουνται τα ίδια πράματα (KPolitis) |
- εικόνα ενός κόσμου, που δε θα ξαναγίνει πια στα ίδια χνάρια (Karantonis) |
- απάνω στα ίδια χνάρια έχει κοπεί και η ερμηνεία, που δίνει ο Sigmund Freud στη γένεση και στην ακμή του πολιτισμού (Papanoutsos)
- ⓔ contour, outline (syn περίγραμμα):
- το ποίημα δεν έχει καμιάν ακέραιη μορφή, .. είναι μόλις σημειωμένα τα αχνάρια της μορφής του (Tsatsos) [fr postmed αχνάριν bes χνάριν ← MG ιχνάριν ← MG ιχνάριον (Du Cange s.v. χναρόν & χναριόν
[erroneous for χνάριον & χνάρι; χναρόν was reconstructed fr ακρόχναρα & παλιόχναρα, ib.]), this dimin of AG χνος; cf also dimin ιχνίον and cpd αντίχνι]
- ① mark or impression left behind, trace, vestige (syn ίχνος, κατάλοιπο L, σημάδι):
[Λεξικό Κριαρά]
- αχνάριν το· αχνάρι· ιχνάριν· χνάριν.
-
- 1) Το αποτύπωμα του πέλματος από τα πόδια των ανθρώπων ή των ζώων στο έδαφος:
- δεν σου ’πρεπεν τα χνάρια της να ’γγίσεις (Κυπρ. ερωτ. 9426)·
- αχνάρια των ζώων (Αιτωλ., Μύθ. 13621).
- 2) Ίχνος, σημάδι:
- δεν του απόμεινε παρά κάποια μικρά (ενν. χαρίσματα), ωσάν να ειπούμεν, ιχνάρια (Χριστ. διδασκ. 52).
- 3) Το πέλμα από το πόδι του ανθρώπου· και ως μέτρο μήκους:
- (Κυπρ. χφ. 153).
- 4) (Επιρρ.) λίγο:
- να σκαλέψει χνάριν (Κυπρ. ερωτ. 417).
[<ουσ. ιχνάριον (απ. σε Γλωσσάρ., βλ. Du Cange, λ. χναρόν). Τ. χναριόν, χνάρι στο Du Cange, αυτ. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Τ. χνάρι σήμ.]
- 1) Το αποτύπωμα του πέλματος από τα πόδια των ανθρώπων ή των ζώων στο έδαφος:



