Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αχλαδόκαμπος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αχλαδόκαμπος [axla∂όkambos] ο,
  • plain full of pear trees.
[Λεξικό Γεωργακά]
Αχλαδόκαμπος [axla∂όkambos] ο, topon
  • village and ep. in Argos prefecture:
    • τον χτύπησαν μεσοδρομίς και κλείσανε όλα τα περάσματα του Aχλαδόκαμπου (Petsalis)

[cpd of αχλάδι & κάμπος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go