Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αχάραγα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχάραγα [axáraγa] επίρρ. χρον. : (λογοτ., λαϊκότρ.) πριν χαράξει, πριν ξημερώσει.

[αχάραγ(ος) επίρρ. < α- 1 χαρά(ζει) -γος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχάραγα [axáraγa] adv (& τ' αχάραγα)
  • before sunrise, before dawn (syn άκραχτα, αξημέρωτα, άφωτα, αφώτιστα):
    • ξύπνησε ~ |
    • έφευγε από την αγκαλιά τους, σκοτεινά κι ~ (Chatzianagnostou) |
    • poem κι όλη τη νύχτα και τ' ~ δρομούσε το καράβι (Homer Od 2.434 Kaz-Kakr) |
    • άσπρα μου προβατάκια, πού σας πάνε ~; (Melissanthi)

[der of αχάραγος, cpd of privat. pref α- & stem χαραγ- (: χαραγ-μένος); cf αβάσταγα, αχόρταγα etc]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go