Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφύλαχτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αφύλαχτος, επίθ.,
βλ. αφύλακτος.
[Λεξικό Γεωργακά]
αφύλαχτος, -η, -ο [afílaxtos] (also αφύλαγος & L αφύλακτος)
  • ① unwatched, unguarded, unattended (ant φυλαγμένος):
    • αφύλαχτο κοπάδι, σπίτι |
    • έκλεψαν από αφύλακτο ποιμνιοστάσιο τρία αρνιά |
    • οι αγριόχοιροι μπόρεσαν να διαφύγουν από κανένα αφύλαχτο σημείο του δάσους (Ouranis) |
    • αφύλακτα τα γελάδια σκορπιούνται μέσα στα σπαρτά και τα κάνουν γης μαδιάμ (Myriv) |
    • μπορούσε ν' αφήσει κανείς αφύλακτο το ζωντανό του .. χωρίς φόβο να το κλέψει κανείς (Bastias)
  • ⓐ unprotected, unguarded, undefended, uncovered (syn απροστάτευτος 1, ασκέπαστος 2, αφρούρητος, ant προφυλαγμένος):
    • ~ θησαυρός |
    • αφύλακτο τείχος, φρούριο |
    • μέρος αφύλακτο από στρατό |
    • καραδοκούν την κατάλληλη στιγμή, που θ' ανοίξουν τις αφύλακτες πύλες (Tsatsos) |
    • μαχαίρια έψαχναν να βρουν αφύλαχτες σάρκες (Roufos) |
    • το κορμί της .. διαγράφονταν ολοκάθαρα, λες αφύλαχτο, εκτεθειμένο (Spandonidis)
  • ⓑ not protected by a barrier, unguarded:
    • αφύλακτη ισόπεδη διάβαση |
    • αυτοκινητάμαξα παρέσυρε τον X. σε αφύλακτη διάβαση
  • ② marked by lack of caution, vulnerable to attack, unguarded:
    • οι Σουλιώτισσες .. κατεβαίναν αφύλαχτες .. και οι Aρβανίτες έτριβαν τα μάτια τους βλέποντας (Peranthis) |
    • στις γυναίκες δε συχωριέται ποτέ η αφύλακτη ώρα, όπου μπορεί να τις βιάσει ο πρώτος τυχών τυχοδιώκτης (Lamprou)

[fr postmed, MG αφύλακτος bes kath αφύλακτος ← K (also pap), AG, cpd w. privat. pref ἀ- and φυλακτός (Alex. Aphrod., 3rd c. AD) (: φυλάσσω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες