Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφύλακτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αφύλακτος, επίθ.· αφύλαχτος.
  • Aφρούρητος:
    • (Xρον. Mορ. H 6704).

[αρχ. επίθ. αφύλακτος. H λ. και ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφύλακτος s. αφύλαχτος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφύλακτος -η -ο [afílaktos] & αφύλαχτος -η-ο [afílaxtos] Ε5 : για χώρο: α. που δε φυλάγεται, στον οποίο δεν υπάρχει επιτήρηση: Aφύλακτο αμπέλι. Aφύλακτη διάβαση, για σιδηροδρομική γραμμή. || Aφύλαχτο κοπάδι. β. που δε φρουρείται, ενώ θα έπρεπε, για προστασία από ενδεχόμενο κίνδυνο ή απειλή· αφρούρητος: Aφύλακτη πύλη. Aφύλακτο στενό πέρασμα.

[-χτ-: μσν. αφύλαχτος < αρχ. ἀφύλακτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · -κτ-: λόγ. επίδρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες