Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αφόπλιση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφόπλιση η [afóplisi] Ο33 : η εξουδετέρωση του μηχανισμού πυροδότησης, κυρίως για πυροβόλα όπλα: ~ της βόμβας.

[λόγ. αφοπλι- (αφοπλί ζω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go