Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αφυδατωμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αφυδατωμένος, -η, -ο [afi∂atoménos] (L)
  • ① dehydrated:
    • αφυδατωμένες τροφές |
    • αφυδατωμένα λαχανικά |
    • αφυδατωμένο γάλα dried milk, powdered milk (syn αποξεραμένο γάλα)
  • ② fig deprived of vitality or spirit, arid, desiccated (syn αποξεραμένος 2, αποστεγνωμένος 2):
    • αφυδατωμένες σκέψεις |
    • ήταν φυσικό να νοιώσει σαν εκμηδενισμένη, σαν αφυδατωμένη πια τη ζωή μέσα του (Karantonis)

[fr kath αφυδατωμένος, ppp of αφυδατώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go