Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφροδισιολόγος ο [afroδisiolóγos] Ο18 θηλ. αφροδισιολόγος [afroδisio lóγos] Ο35 : γιατρός ειδικευμένος στην αφροδισιολογία.
[λόγ. αφροδισιο(λογία) -λόγος μτφρδ. γαλλ. vénér(é)ologiste (-logiste = -λόγος)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφροδισιολόγος [afro∂isiolόγos] ο, (L) med
- specialist in venereal diseases, venereologist
[fr kath (neol) αφροδισιολόγος, cpd of αφροδίσια & combin form -λόγος]



