Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφροδισιακό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αφροδισιακό [afro∂isiakό] το, (L)
  • substance believed to increase one's sexual prowess or desire, aphrodisiac:
    • τους είχε ακούσει να συζητάνε για το ποιο ~ ήταν το πιο δυνατό (Roufos) |
    • το καλύτερο ~ είναι η νεότητα σ' ένα γερό σώμα (Katsigra)

[fr kath αφροδισιακόν (sc φάρμακον), substantiv. n of αφροδισιακός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφροδισιακός -ή -ό [afroδisiakós] Ε1 : που διεγείρει τη γενετήσια επιθυμία: Aφροδισιακά βότανα.

[λόγ. < ελνστ. Ἀφροδισιακός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφροδισιακός, -ή, -ό [afro∂isiakós] (L)
  • ① sexual, libidinal, sensual (syn αφροδίσιος 1, γενετήσιος, ερωτικός, σεξουαλικός, ant αναφροδισιακός, αντιαφροδισιακός):
    • αφροδισιακή διέγερση |
    • αφροδισιακές σχέσεις
  • ⓐ pertaining to or causing an increase in one's sexual prowess or desire, aphrodisiac:
    • αφροδισιακή τροφή |
    • αφροδισιακό φάρμακο |
    • στον καρπό της [μυρτιάς] αποδίδονται αφροδισιακές ενέργειες (FKakridis)
  • ② med communicable through sexual contact, affecting the genitals, venereal (syn αφροδίσιος 2):
    • αφροδισιακή πάθηση |
    • αφροδισιακό νόσημα |
    • όσο για την αφροδισιακή μόλυνση, συμβουλεύει αποχή επαφής (Louros)
  • ③ characterized by sensuality or passion (near-syn διονυσιακός, ant απολλωνιακός):
    • στέκεται η Σαπφώ, μαζί Mούσα και λύσσα, ψυχή απολλωνιακή και αφροδισιακή, βασίλισσα του στίχου και σκλάβα του καημού (Palam)

[fr kath αφροδισιακός ← K (Diodor. Sic., 1st c. BC; also pap), der of αφροδίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες