Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφρίζων, -ουσα, -ον [afrízon] (L)
- foamy, frothy (syn in αφράτος 1):
- αφρίζοντα κύματα naut whitecaps, white horses |
- poem να μη ακούει τ' αφρίζοντα ποτήρια μες σε καπνούς και φλόγας | τον βίαιο άνεμο που χτυπά και σχίζει τα παράθυρα (Themelis)
[fr kath αφρίζων, prp of αφρίζω]
- foamy, frothy (syn in αφράτος 1):



