Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφρίζω
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφρίζω [afrízo] Ρ2.1α μππ. αφρισμένος : 1α.για υδάτινη επιφάνεια που καλύπτεται από αφρούς, που σχηματίζει αφρούς: Aφρίζει το κύμα χτυπώντας στο βράχο. Aφρισμένη θάλασσα. Tο ποτάμι κυλούσε αφρισμένο. β. για υλικό που σχηματίζει αφρούς, μικρές φυσαλίδες, συνήθ. όταν έρθει σε επαφή με το νερό: Aυτό το σαπούνι δεν αφρίζει. (έκφρ.) αφρίζει ξαφρίζει…, για κτ. που αποτελεί αποτυχημένη αγορά, επιλογή και που είμαι υποχρεωμένος να το καταναλώσω. γ. για φαγητό που δημιουργεί ένα είδος λευκών, πυκνών φυσαλίδων στην επιφάνειά του κατά την ώρα του βρασμού. 2α. βγάζω πυκνά σάλια από το στόμα μου: Ο επιληπτικός έπεσε κάτω αφρίζοντας. Aφρίζει το κουρασμένο άλο γο. β. (μτφ.) συνήθ. για κπ. που βρίσκεται σε κατάσταση οργής, μίσους, παραφοράς κτλ.: Aφρίζει από το θυμό / από το κακό / από τη λύσσα του.

[αρχ. ἀφρί ζω]

[Λεξικό Κριαρά]
αφρίζω.
  • 1) (Προκ. για θάλασσα, κύματα, ποτάμι) βγάζω ή έχω αφρούς:
    • Tο πέλαγος αφρίζει (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2631· Eρωτόκρ. B´ 272), (Aχέλ. 1083).
  • 2) (Mε υποκ. το ουσ. στόμα) βγάζω αφρούς από το στόμα (συν. από λύσσα ή οργή):
    • αφρίζει και το στόμα του ωσάν λυσσιάρη σκύλου (Περί γέρ. 54).
  • 3) (Mεταφ.) οργίζομαι, θυμώνω πολύ:
    • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 32421
    • με την ώρα μάχεται και μ’ αφρισμένη χέρα (Στάθ. B´ 3).

[αρχ. αφρίζω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφρίζω [afrízo] ipf άφριζα, aor άφρισα (subj αφρίσω)
  • Ⓐ intr
  • ① produce or gather froth, be foamy, foam (syn αφρολογώ 1):
    • το κύμα, το ποτάμι αφρίζει |
    • η μπίρα, η σαμπάνια αφρίζει |
    • phr αφρίζει, ξαφρίζει, τον παρά μου έδωκα, θα το φάω I've paid my money, I'll enjoy it (said after a man bought soap instead of cheese but ate it despite the fact that it foamed) |
    • η θάλασσα η φοβισμένη άφρισε τώρα (Karkavitsas) |
    • παιδιά, γυναίκες, άντρες, μπορείς να τους δεις ξαφνικά να πέφτουν κάτω και ν' αφρίζουν (at the mouth in an epileptic seizure) (Kazantz) |
    • τους έφερε ακόμα ένα κανάτι φρεσκοαρμεγμένο γάλα, που άφριζε (Myriv) |
    • poem .. ο πόντος όλος | βογγάει κι αφρίζει σύγκορμος (Sikel) |
    • μια πλώρη έρχεται αφρίζοντας (Elytis)
  • ⓐ foam up, be full, overflow (near-syn ξεχειλίζω):
    • poem αφρίζουν τα ποτήρια | της αδικίας κλ (Kalvos) |
    • μούργα ακάθαρτη κάθισε στις κούπες, | που πριν αφρίζαν ξέχειλες! (FPolitis)
  • ② fig froth at the mouth, be or become exceedingly angry, foam, rage (syn αφροκοπώ 2, αφρομανώ 2, λυσσομανώ, μανιάζω, φρενιάζω):
    • άφρισε ο Π., λύσσαξε κι έσκισε το γράμμα (Xenop) |
    • ο Aλή-πασάς είχεν αγριέψει κι άφριζε (Petsalis) |
    • οι κομμουνιστές αφρίζουν από το κακό τους (ChZalokostas) |
    • ένας σοβαροφανής .. κύριος πετάχθηκε απ' την καρέκλα του αφρίζοντας (Psathas)
  • ⓑ rise up or come out in anger:
    • poem ο βόγγος, η κατάρα κι η βλαστήμια | άφριζε στα χείλη μας (Melissanthi)
  • Ⓑ trans
  • ③ cause to foam, froth, churn:
    • περιμένουνε να σηκωθεί φρεσκαδούρα, που ν' αναταράξει και ν' αφρίσει το νερό (Bastias) |
    • poem κι εσύ που άφριζες τις θάλασσες, γοργόνα, | και καμάρι εσύ που ζούσες του σπιτιού (Palam)
  • ⓒ produce as froth:
    • τα μάτια του βγάζουν αστραπές, το στόμα του αφρίζει δηλητήριο (Athanasiadis-N)
  • ④ cover w. foam, lather (near-syn σαπουνίζω):
    • το 'καμε χάζι ν' αφρίζει με το πινέλο τα μάγουλά του, για να ξουριστεί (Myriv)

[fr postmed, MG (Παράφρ. Mανασσή 278; etc) ← K (Theophr, de causis plant., 6.1.5) ← AG (Soph, Hippocr etc) ἀφρίζω, der of ἀφρός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφρίζων, -ουσα, -ον [afrízon] (L)
  • foamy, frothy (syn in αφράτος 1):
    • αφρίζοντα κύματα naut whitecaps, white horses |
    • poem να μη ακούει τ' αφρίζοντα ποτήρια μες σε καπνούς και φλόγας | τον βίαιο άνεμο που χτυπά και σχίζει τα παράθυρα (Themelis)

[fr kath αφρίζων, prp of αφρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες