Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφοριστικός 1 -ή -ό [aforistikós] Ε1 : που αναφέρεται στον εκκλησιαστικό αφορισμό.
[λόγ. αφορισ- (αφορίζω) -τικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφοριστικός 2 -ή -ό : που διατυπώνεται με τη μορφή αφορισμού 2: Tο αφοριστικό του ύφος με κουράζει.
αφοριστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀφοριστικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφοριστικός, -ή, -ό [aforistikós] (L)
- ① eccl of or pertaining to an excommunication, excommunicatory:
- αφοριστικά γράμματα
- ② aphoristic, apothegmatic, epigrammatic (syn αποφθεγματικός, επιγραμματικός):
- ~υπομνηματισμός |
- αφοριστική απόφανση, γνώμη, διατύπωση, έκφραση, πρόταση |
- το 'Eγχειρίδιο' του Eπίκτητου .. ίσως να πήρε από τον Aρριανό την αφοριστική του μορφή (Kanellop) |
- απομονωμένη από την επιχειρηματολογία της η διαπίστωσή μου παίρνει ίσως κάτι το αφοριστικό και το υπερβολικά απαισιόδοξο (Terzakis) |
- στα κεφάλαια αυτά μπορούμε να θαυμάσουμε τον πρωτότυπο, παρατηρητικό είτε αφοριστικό [Zαχαρία] Παπαντωνίου (Sachinis)
[fr kath αφοριστικός ← PatrG, K, der of *ἀφοριστός (: ἀφορίζω); cf ἀδιόριστος, αὐθόριστος, ἐξόριστος etc & ἀφοριστέον (Aristotle+), ἐξοριστέος (Clemens Alex.), περιοριστέος (ib.)]
- ① eccl of or pertaining to an excommunication, excommunicatory:



