Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αφοριστικά
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αφοριστικά [aforistiká] adv (L)
  • aphoristically, apothegmatically, epigrammatically (syn αποφθεγματικά, επιγραμματικά):
    • διατυπώνει ~ τις εντυπώσεις του |
    • χαρακτηρίζει ~ την πολιτεία ως το πιο ψυχρό από όλα τα ψυχρά τέρατα (Despotop)

[der of αφοριστικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go