Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφοριστικά [aforistiká] adv (L)
- aphoristically, apothegmatically, epigrammatically (syn αποφθεγματικά, επιγραμματικά):
- διατυπώνει ~ τις εντυπώσεις του |
- χαρακτηρίζει ~ την πολιτεία ως το πιο ψυχρό από όλα τα ψυχρά τέρατα (Despotop)
[der of αφοριστικός]
- aphoristically, apothegmatically, epigrammatically (syn αποφθεγματικά, επιγραμματικά):



