Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αφορισμός
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
αφορισμός ο· αφορεσμός.
  • (Εκκλ.) αποκλεισμός από το σώμα της χριστιανικής Eκκλησίας, ως ποινή για βαρύτατα αμαρτήματα:
    • εξεφώνησε (ενν. ο πατριάρχης) βάρος αλύτου αφορισμού (Έκθ. χρον. 3626).

[αρχ. ουσ. αφορισμός. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφορισμός [aforizmós] ο, (& D αφορεσμός)
  • ① eccl excommunication, anathematization (near-syn αποκλεισμός 1c):
    • δεν επιδοκίμαζε καθόλου το συνοδικό αφορεσμό, που βάραινε τον έξυπνο εκείνο συγγραφέα (Xenop) |
    • έρχομαι τώρα .. στην πέτρα του σκανδάλου, την αιτία του αφορισμού του, των άγριων εναντίον του διωγμών (Melas)
  • ⓐ curse, anathema (syn ανάθεμα 1, κατάρα):
    • folkt καλεί τον κλέφτη να τα γυρίσει [τα τυριά], γιατί αλλιώς θα βγάλει αφορεσμό (Loukatos) |
    • είμαστε πάντα πρόθυμοι να ρίχνουμε την πέτρα του αφορισμού (Panagiotop) |
    • folks. το κρίμα να χ' η μάνα σου και τ' άδικ' οι γειτόνοι | και τον αφορισμ' ο παπάς, που δεν μας στεφανώνει (Passow)
  • ② (L) aphorism, apothegm, maxim, dictum (syn απόφθεγμα, near-syn γνωμικό):
    • αποφθεγματικός, δραματικός, επιγραμματικός, λογοτεχνικός, πετυχημένος ~ |
    • τι σημαίνει .. ο ~ ότι η τέχνη δεν έχει καμιά σχέση με τη γνώση ..; (Papanoutsos) |
    • καταργείται ο ~ ότι στην ποίηση τα πράγματα γίνονται σύμβολα (Spandonidis) |
    • έβαλε να γράψουν πάνω σε βράχους αφορισμούς καταδικάζοντας την ευχαρίστηση που δίνει το θέατρο (Evelpidis) |
    • οι στοχαστικοί αφορισμοί .. μαρτυρούν την καλλιέργεια του συγγραφέα (Sachinis)

[fr postmed, MG αφορισμός (bes αφορεσμός) ← αφορισμός PatrG, K (also pap), AG, der of ἀφορίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφορισμός 1 ο [aforizmós] Ο17 : εκκλησιαστική ποινή με την οποία ο χριστιανός αποκλείεται εντελώς από τη χριστιανική κοινότητα, ως τιμωρία για τα πολύ βαριά αμαρτήματα στα οποία περιέπεσε: Επιβάλλω / ακυρώνω έναν αφορισμό. ~ για ασέβεια προς την εκκλησία.

[ελνστ. ἀφορισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφορισμός 2 ο : σύντομη κρίση ή άποψη που διατυπώνει κάποιος με επιμονή χωρίς όμως τις απαραίτητες αποδείξεις: Mιλάει πάντα με αφορισμούς.

[λόγ. < αρχ. ἀφορισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go