Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφορισμένος1 [aforizménos] ο, (& D αφορεσμένος)
- ① excommunicated person, excommunicate:
- γιόμιζαν δροσερό νερό τη γούβα, να κατεβαίνουν τα πουλιά τ' ουρανού, να σβήνουν τη δίψα τους για συχώριο τ' αφορεσμένου (Myriv) |
- ήταν του Kαΐρη μαθητής, του αφορισμένου της Άντρος (Papatsonis) |
- τώρα ο ~ και ο κατάδικος θριαμβεύει απάνω στο μάρμαρο μέσα σ' αυτή τη χαριτωμένη πλατειούλα (Papanoutsos)
- ② accursed or damned person (syn αναθεματισμένος1 1, καταραμένος):
- ήταν δόλωμα του αφορεσμένου, για να τσακώσει τη γυναίκα του (Tsirkas) |
- poem έφτακα κι είδα πόσοι εμείς κι αφορεσμένοι πόσοι (Markoras)
[fr postmed αφορισμένος (bes αφορεσμένος), substantiv. m of αφορισμένος2]
- ① excommunicated person, excommunicate:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφορισμένος2, -η, -ο [aforizménos] (& D αφορεσμένος)
- ① excommunicated, anathematized:
- ~ παπάς
- ② accursed, damned (syn αναθεματισμένος2 1, καταραμένος):
- ~ κλέφτης |
- αφορισμένη τεμπελιά |
- αφορισμένο βιβλίο |
- γυρίζει μ' έναν κρυφό πόθο προς την αφορισμένη δημοτική (Palam) |
- να θρηνείτε, όσο ζείτε με αδικίες και αρπαγές, .. διότι όλα αυτά είναι αφορισμένα και καταραμένα (Petsalis) |
- ο σατανάς ο αφορεσμένος το 'βαλε να κάμω το φόνο και να πάρω τα βουνά (Papantoniou) |
- poem .. μη αφήσεις ως τ' αφτιά μου | κανέν' από τα λόγια των να 'ρθει τα αφορεσμένα (Kavafis) |
- .. διαλύθηκε το φάντασμα το θλιβερό, | το αφορισμένο φάντασμα του Iούδα του Iσκαριώτη (Skipis)
[fr postmed αφορισμένος (bes αφορεσμένος) ← PatrG, K, AG ἀφωρισμένος, ppp of ἀφορίζω]
- ① excommunicated, anathematized:



