Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αφοπλισμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αφοπλισμένος, -η, -ο [afoplizménos] (L)
  • ① having had one's weapons removed, disarmed (syn ξαρματωμένος):
    • αφοπλισμένοι στρατιώτες
  • ② fig having been rendered powerless or harmless, disarmed (syn ξαρματωμένος):
    • αφοπλισμένη ηθικά η Δύση είναι καταδικασμένη να υποκύψει στον αριθμό των αντιπάλων της (Christidis)

[fr αφωπλισμένος, ppp of αφοπλίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go