Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφιλότιμος -η -ο [afilótimos] Ε5 : 1.που δε θίγεται για πράγματα που αφορούν την υπόληψή του, που δεν έχει φιλότιμο. ANT φιλότιμος: Ο ~, τόσα καλά του κάναμε κι αυτός ούτε ένα ευχαριστώ δεν είπε. 2. απρόθυμος και ασυνείδητος στην εργασία του: Tεμπέλης κι ~ υπάλληλος. Επιδέξιος τεχνίτης αλλ΄ ~· πρέπει συνεχώς να τον επιτηρείς. 3. (προφ., οικ., για πολύ ελαφριά μομφή): Bρε αφιλότιμε, γιατί δεν ήρθες να μας δεις; || (για έκφραση θαυμασμού): Bρε τον αφιλότιμο, πάλι τα κατάφερε.
αφιλότιμα ΕΠIΡΡ χωρίς φιλότιμο: Mας φέρθηκε ~. [λόγ.(;) < αρχ. ἀφιλότιμος `χωρίς φιλοδοξία΄ κατά τη σημ. της λ. φιλότιμος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφιλότιμος1 [afilόtimos] ο,
- ① unconscientious or dishonorable man:
- και μήπως είσαι πια μικρός, αφιλότιμε; μόνος σου έπρεπε να το αιστανθείς (Palam)
- ② damned, confounded (person or thing), rascal:
- στην αρχή είχαμε κάμποσο καπνό· μα σώθηκε ο ~ (Kazantz) |
- βλέπει κόκκινο ο ~, αλλά απάνω του! περνά ο ~ και δεν δίνει δεκαράκι (Psathas) |
- να 'χα λιγάκι ακουαφόρτε, να του 'ριχνα του B. στο φαΐ, να τον εφαρμάκωνα τον αφιλότιμο (GIoannou) |
- ο ~, ενώ βλέπει πως τον προσέχω, .. δε χαμηλώνει τη φωνή (ChZalokostas)
- ⓐ used as a term of endearment or admiration little bugger, rascal (syn αθεόφοβος 2, ερίφης):
- βρε αφιλότιμε, γιατί δεν έρχεσαι να μας βλέπεις; |
- βρε τον αφιλότιμο, τι έκαμε!
[substantiv. m of αφιλότιμος2]
- ① unconscientious or dishonorable man:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφιλότιμος2, -η, -ο [afilόtimos]
- ① lacking a sense of honor or self-respect, disregarding one's position or obligations, unconscientious, dishonorable (ant φιλότιμος):
- ~ υπάλληλος, ψεύτης |
- τότε αυτός ο ~ άνθρωπος βγαίνει από την πίσου πόρτα της εκκλησίας (Makryg) |
- κοίτα να δουλέψεις· μην το κάνεις σαν τον αφιλότιμο το μεγαλύτερο, που πήγε κι έγινε θεατρίνος (Papantoniou) |
- τι είναι αυτά που λες; να σε μαλώσω που δεν είσαι ~; (Palaiologos) |
- poem παιδιά χαμένα κι αφιλότιμα, βοηθάτε τώρα! κλ (Homer Il 24.253 Kaz-Kakr)
- ② damned, accursed, blasted, confounded (syn άτιμος2 2):
- μετράει .. τις διασκεδάσεις που θα 'κανε, αν αυτή η τύχη, αφιλότιμη τόσο, δεν τον εκατάτρεχε (Karkavitsas)
- ③ rascally, mischievous (near-syn μπερμπάντης):
- ήμουνα για κείνον μέσα στους μαθητάδες όλους ο πιο χοντροκέφαλος και ο πιο ~ εγώ (Palam)
[fr postmed (Somavera) αφιλότιμος ← K (also pap), AG (Isaeus), cpd w. (Aeschyl.+) φιλότιμος]
- ① lacking a sense of honor or self-respect, disregarding one's position or obligations, unconscientious, dishonorable (ant φιλότιμος):



